Δελτίο τύπου σχετικά με την απόφαση του ΣτΕ

Ο ΣΑΤΕΑ με αφορμή την έκδοση της απόφασης του Συμβουλίου της Επικρατείας επί της προσφυγής του Συλλόγου κατά της Υπουργικής Απόφασης του τρόπου πρόσληψης αναπληρωτών στην ΕΑΕ δηλώνει ότι σέβεται τη δικαστική κρίση, έστω κι αν δεν συμπίπτει με τις πάγιες θέσεις του.Στο πλαίσιο του αναφαίρετου δικαιώματός μας περί κριτικής των δικαστικών αποφάσεων, δεν μπορούμε να μην επισημάνουμε ότι το ΣτΕ βασίστηκε ως επί το πλείστον στην ίδια την αιτιολογική έκθεση του επίμαχου νόμου (4415/2016,άρθρο 48) για να δικαιολογήσει τη συνταγματικότητα της ρύθμισης. Με την προσφυγή μας τονίζαμε την πολλαπλή αντίθεση της νομοθετικής ρύθμισης σε συγκεκριμένες συνταγματικές και υπερνομοθετικές διατάξεις
Η προσφυγή του ΣΑΤΕΑ στο ΣτΕ αποσκοπούσε στην ακύρωση της Υ.Α. η οποία κινείται στο πνεύμα πρότερης νομοθεσίας (ν. 4186/2013) όπου γίνεται λόγος για τις “ιδιαίτερες συνθήκες στην ΕΑΕ”. Την περίοδο εκείνη είχαμε εκφράσει την αντίθεσή μας για την ευχέρεια που έδινε η νομοθετική αυτή ρύθμιση στον εκάστοτε υπουργό Παιδείας να διαμορφώνει το κανονιστικό πλαίσιο προσλήψεων με βάση τις επικρατούσες συνθήκες. Η επιχειρηματολογία της αίτησης ακυρώσεως (παρατίθεται στο τέλος) της Υ.Α. είχε ως βάση τις συνταγματικές αρχές της ισότητας και της αξιοκρατίας, οι οποίες κρίνουμε πως δεν εφαρμόστηκαν ουσιαστικά ποτέ για τους αποφοίτους των δύο δημόσιων πανεπιστημιακών τμημάτων Ειδικής Αγωγής. Ένα δεύτερο σκέλος επιχειρηματολογίας αφορούσε την παραβίαση του δικαιώματος προς εργασία, αφού με την προαναφερόμενη Υ.Α. περικόπτεται σημαντικά η πιθανότητα εργασιακής απασχόλησης των αποφοίτων των δύο τμημάτων που αποφοίτησαν πρόσφατα από αυτά. Επίσης, με την εν λόγω Υ.Α. παραβιάζεται η αρχή της χρηστής διοίκησης, καθώς η επιλεγόμενη μοριοδότηση των αναπληρωτών εκπαιδευτικών δεν εξυπηρετεί την ικανοποίηση των ποιοτικών αναγκών της ΕΑΕ. Τέλος, η Πολιτεία με τις νομοθετικές επιλογές της, συμπεριλαμβανομένης της Υ.Α., παραβιάζει την αρχή της κατ’ ουσίαν διάταξης νόμου στον τομέα της εκπαίδευσης των ατόμων με αναπηρία, καθώς δεν διασφαλίζει την απρόσκοπτη πρόσβαση των μαθητών σε μια δωρεάν και ποιοτική εκπαίδευση. Η επιλογή της Πολιτείας να στελεχώνει την ΕΑΕ σχεδόν αποκλειστικά με αναπληρωτές και η απουσία κρατικών δομών για την εκπαίδευση των εκπαιδευτικών στην ΕΑΕ (με παράλληλη πρόβλεψη της στελέχωσης της ΕΑΕ ακόμη και με προσωπικό χωρίς σπουδές σε αυτή) παραβιάζουν τις αρχές που θέτει η σύμβαση για τα δικαιώματα των ατόμων με αναπηρία μέσω του ν. 4074/2012.

Ως προς τη στελέχωση της ΕΑΕ έχουμε υιοθετήσει τις ακόλουθες πάγιες θέσεις:

        • Πίνακας όπου θα εντάσσονται αποκλειστικά οι πτυχιούχοι των κλάδων ΠΕ61/ΠΕ71.
        • Δημιουργία επικουρικού πίνακα με αναπληρωτές ΠΕ70 και ΠΕ60 οι οποίοι κατέχουν μεταπτυχιακό ή διδακτορικό σε ΕΑΕ.
        • Επαναλειτουργία δημόσιων δομών μετεκπαίδευσης (συμπεριλαμβανομένων των διδασκαλείων) και αύξηση του αριθμού εισαχθέντων στα δύο πανεπιστημιακά τμήματα ειδικής αγωγής.
        • Οι συνάδελφοι με αναπηρία να προηγούνται σε πρόσληψη και διορισμό με ποσοστό 20% ανά νομό.
        • Αξιοποίηση των συναδέλφων με προϋπηρεσία στην ΕΑΕ μετά τον μόνιμο διορισμό τους μέσω του βασικού τους πτυχίου στη γενική εκπαίδευση.
      • Να μην αναγνωρίζονται τα σεμινάρια ως προσόν ένταξης στους πίνακες ΕΑΕ.
      • Δημιουργία ενός συστήματος που δε θα αδικεί τόσο τους μετεκπαιδευμένους μόνιμους εκπαιδευτικούς όσο και τους πτυχιούχους των Τμημάτων Ειδικής Αγωγής ως προς την κατοχύρωση οργανικών θέσεων σε δομές ΕΑΕ.

.

Όλα δείχνουν πως η Υπουργική Απόφαση λειτούργησε ως δίοδος του ΥΠΠΕΘ για εφαρμογή του προσοντολογίου στην εκπαίδευση και η ακολουθούμενη σχετική απόφαση του ΣτΕ φαίνεται πως αποτελεί προάγγελο για τις ευρύτερα επερχόμενες αλλαγές που αναμένεται να ανακοινωθούν και στη Γενική Αγωγή.

Ο ΣΑΤΕΑ είναι επιστημονικός σύλλογος με ξεκάθαρες θέσεις, κοντά στο γονεϊκό κίνημα και στην προάσπιση των μορφωτικων δικαιωμάτων των μαθητών. Πιστοί στις αρχές μας θα συνεχίσουμε να αναδεικνύουμε τις αντιπαιδαγωγικες και λογιστικές λογικές που εφαρμόζονται επί πολλά έτη την Ειδική Αγωγή και Εκπαίδευση τόσο στο επίπεδο της στελέχωσης όσο και στον παιδαγωγικό προγραμματισμό – οργάνωση της εκπαίδευσης των μαθητών με αναπηρία ή/ και ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες και θα διεκδικούμε μαζικούς διορισμούς με βάση το πτυχίο και την προϋπηρεσία!

Δείτε το κείμενο της Προσφυγής

ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ

ΑΙΤΗΣΗ

1) Του Νομικού Προσώπου Ιδιωτικού Δικαίου (Ν.Π.Ι.Δ.) με την επωνυμία «ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΑΠΟΦΟΙΤΩΝ ΤΜΗΜΑΤΩΝ ΕΙΔΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ» (Σ.Α.Τ.Ε.Α.), που εδρεύει στην Θεσσαλονίκη, επί της οδού ………., όπως νόμιμα εκπροσωπείται (ΑΦΜ………..).
2) Της …………… κατοίκου……………..,
3) Της …………….. ., κατοίκου………..
4) Της ……………………

ΚΑΤΑ

ΤΟΥ κ. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΠΑΙΔΕΙΑΣ, ΕΡΕΥΝΑΣ ΚΑΙ ΘΡΗΣΚΕΥΜΑΤΩΝ, που κατοικοεδρεύει στο Αμαρούσιο Αττικής, οδός Αν. Παπανδρέου αριθμός 37.

ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΚΥΡΩΣΗ

1) Της υπ’ αριθμόν 61048/Ε2/7.4.2017 απόφασης του Υπουργού Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων (ΦΕΚ 1239/τ. Β΄/10.4.2017) και
2) κάθε άλλης συναφούς, προγενέστερης ή μεταγενέστερης, πράξης ή παράλειψης της Διοίκησης.

ΣΥΝΟΠΤΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ ΤΙΘΕΜΕΝΩΝ ΝΟΜΙΚΩΝ ΖΗΤΗΜΑΤΩΝ (άρθρο 19 παρ. 2 π.δ. 18/1989)
Η υπό κρίση υπόθεση αφορά τη στελέχωση των δομών Ειδικής Αγωγής και από εκπαιδευτικούς γενικής εκπαίδευσης (κλάδων ΠΕ 60/ΠΕ 70), οι οποίοι δεν διαθέτουν βασικό τίτλο σπουδών στην Ειδική Αγωγή, σε αντίθεση με τους εκπαιδευτικούς – απόφοιτους των τμημάτων ειδικής αγωγής και εκπαίδευσης, οι οποίοι είναι οι εκπαιδευτικοί των κλάδων ΠΕ 61 (νηπιαγωγοί ειδικής αγωγής και εκπαίδευσης) και ΠΕ 71 (δάσκαλοι ειδικής αγωγής και εκπαίδευσης). Συγκεκριμένα, η προσβαλλόμενη υπουργική απόφαση (για την πρόσληψη των αναπληρωτών και εκπαιδευτικών ωρομισθίων εκπαιδευτικών) εκδόθηκε κατ’ εφαρμογή και κατ’ εξουσιοδότηση των άρθρων 16, 21 και 22 του ν. 3699/2008, δια των οποίων επιτρέπεται η στελέχωση των άνω δομών (με διορισμό, μετάθεση, απόσπαση, αναπλήρωση) και από εκπαιδευτικούς που δεν διαθέτουν βασικό πτυχίο εκπαιδευτικού (νηπιαγωγού – δασκάλου) ειδικής αγωγής και εκπαίδευσης.
Την προσβαλλόμενη απόφαση προσβάλλουμε για τους εξής λόγους: α) παραβίαση της αρχής της ισότητας, β) παραβίαση της αρχής της αξιοκρατίας, γ) παραβίαση κατ’ ουσίαν διάταξης νόμου, δ) παραβίαση του δικαιώματος προς εργασία και ε) παραβίαση της αρχής της χρηστής διοίκησης.

………………………………………………………………………….

ΛΟΓΟΙ ΑΚΥΡΩΣΗΣ
Α. Πρώτος λόγος ακύρωσης : Παραβίαση της συνταγματικής αρχής της ισότητας

Από το συνδυασμό των προρρηθεισών διατάξεων συνάγεται ότι για την πρόσληψη αναπληρωτών εκπαιδευτικών στις δομές της ειδικής αγωγής και εκπαίδευσης, εφαρμόζεται το άρθρο 16 του ν. 3699/2008, ως τροποποιήθηκε με το άρθρο 48 παρ. 2 του ν. 4415/2016, το οποίο ορίζει τα κριτήρια στελέχωσης των συγκεκριμένων δομών. Πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα με την προσβαλλόμενη απόφαση, τα κριτήρια ένταξης στους κύριους πίνακες κατάταξης είναι αυτά του άρθρου 16 παρ. 1 του ν. 3699/2008 και τα κριτήρια ένταξης στους επικουρικούς πίνακες είναι αυτά που ορίζει η παρ. 4 του άρθρου 21 του ν. 3699/2008. Η προσβαλλόμενη απόφαση είναι ακυρωτέα διότι τόσο αυτή όσο και το νομοθετικό έρεισμά της (άρθρα 16 παρ. 1 και 22 παρ.1 και 2 ν. 3699/2008) αντίκεινται στην συνταγματικά κατοχυρωμένη αρχή της ισότητας. Ειδικότερα:
Σύμφωνα με το άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος «Όλοι οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου». Από τη διάταξη αυτή, όπως γίνεται δεκτό κατοχυρώνεται όχι μόνον γενική αρχή του νομικού μας συστήματος, αλλά και ατομικό δικαίωμα στην ίση μεταχείριση από τις κατ’ ιδίαν εξουσίες του Κράτους. Η αρχή της ισότητας περιορίζει την εξουσία του νομοθέτη ως προς τη ρύθμιση εννόμων και βιοτικών σχέσεων, ως προς την απονομή δικαιωμάτων και την επιβολή υποχρεώσεων στους πολίτες. Η αρχή της ισότητας μπορεί να αναλυθεί σε ένα πρώτο στάδιο ως αξίωση όμοιας αντιμετώπισης ομοίων περιπτώσεων και ανόμοιας μεταχείρισης των ανόμοιων. Όπως γίνεται δεκτό, η γενικότητα της ρύθμισης προσδίδει κατ’ αρχήν σε αυτήν τεκμήριο συνταγματικότητας, τεκμήριο συμβατότητας με την αρχή της ισότητας. Η Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας με την απόφαση 2396/2004 επανέλαβε τη γενική ερμηνεία που υιοθετεί για την αρχή της ισότητας, όπου η αρχή της ισότητας, την οποία καθιερώνει το άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος, αποτελεί συνταγματικό κανόνα που επιβάλλει την ομοιόμορφη μεταχείριση των προσώπων που τελούν υπό τις αυτές ή παρόμοιες συνθήκες. Ο κανόνας αυτός δεσμεύει τα συντεταγμένα όργανα της Πολιτείας και ειδικότερα τόσο τον κοινό νομοθέτη κατά την ενάσκηση της νομοθετικής λειτουργίας όσο και τη Διοίκηση, όταν θεσπίζει κατά νομοθετική εξουσιοδότηση κανονιστική ρύθμιση. Η παραβίαση της συνταγματικής αυτής αρχής ελέγχεται από τα δικαστήρια, ώστε να διασφαλίζεται η πραγμάτωση του κράτους δικαίου και η ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας εκάστου με ίσους όρους. Κατά τον δικαστικό αυτό έλεγχο, που είναι έλεγχος ορίων και όχι της ορθότητας των νομοθετικών επιλογών, αναγνωρίζεται στον κοινό νομοθέτη ή την κατ` εξουσιοδότηση θεσμοθετούσα Διοίκηση η ευχέρεια να ρυθμίσει με ενιαίο ή με διαφορετικό τρόπο τις ποικίλες προσωπικές ή πραγματικές καταστάσεις και σχέσεις, λαμβάνοντας υπόψη τις υφιστάμενες κοινωνικές, οικονομικές, επαγγελματικές ή άλλες συνθήκες, που συνδέονται με κάθε μια από τις καταστάσεις ή σχέσεις αυτές, με βάση γενικά και αντικειμενικά κριτήρια, που βρίσκονται σε συνάφεια προς το αντικείμενο της ρυθμίσεως. Πρέπει όμως η επιλεγόμενη ρύθμιση να κινείται μέσα στα όρια που διαγράφονται από την αρχή της ισότητας και τα οποία αποκλείουν τόσο την εκδήλως άνιση μεταχείριση με τη μορφή της εισαγωγής καθαρά χαριστικού μέτρου μη συνδεομένου προς αξιολογικά κριτήρια ή της επιβολής αδικαιολόγητης επιβαρύνσεως, όσο και την αυθαίρετη εξομοίωση διαφορετικών καταστάσεων ή την ενιαία μεταχείριση προσώπων που τελούν υπό διαφορετικές συνθήκες, με βάση όλως τυπικά ή συμπτωματικά ή άσχετα μεταξύ τους κριτήρια».
Η προσβαλλόμενη απόφαση (και κατ’ επέκταση και η διάταξη του άρθρου 16 παρ. 1 του ν. 3699/2008), αντίκειται στην αρχή της ισότητας, για το λόγο ότι εξομοιώνει αυθαίρετα και μεταχειρίζεται ενιαία πρόσωπα που τελούν υπό διαφορετικές συνθήκες.
Συγκεκριμένα, με τις επίμαχες νομοθετικές διατάξεις κατέστη δυνατή η στελέχωση των δομών ειδικής αγωγής και εκπαίδευσης από εκπαιδευτικούς που δεν διαθέτουν βασικό τίτλο σπουδών, αλλά ανήκουν στον χώρο της γενικής εκπαίδευσης και διαθέτουν διδακτορικό δίπλωμα ή μεταπτυχιακό τίτλο ή πτυχίο διετούς μετεκπαίδευσης ή απλώς πενταετή προϋπηρεσία στην ΕΑΕ. Κατά τον τρόπο αυτό, όμως, εξισώνονται αυθαίρετα οι βασικές τετραετείς σπουδές πλήρους και ειδικής κατάρτισης στον τομέα της Ειδικής Αγωγής και Εκπαίδευσης που διαθέτει ο εκπαιδευτικός κλάδου ΠΕ 61 και ΠΕ 71, με διδακτορικές και μεταπτυχιακές σπουδές, οι οποίες, παρά τον εκ της φύσεώς τους αποσπασματικό χαρακτήρα τους, έχουν αναχθεί σε κριτήριο διορισμού και πρόσληψης και εν γένει υπηρεσιακών μεταβολών (μεταθέσεις – αποσπάσεις) στην Ειδική Αγωγή. Δηλαδή, εξομοιώνονται αυθαίρετα και αντιμετωπίζονται κατά τρόπο ενιαίο εκπαιδευτικοί που έχουν διαφορετικές σπουδές (το πρόγραμμα σπουδών των γενικών παιδαγωγικών τμημάτων είναι ουσιωδώς διαφορετικό από το πρόγραμμα σπουδών των τμημάτων ειδικής αγωγής), δεν έχουν το ίδιο εκπαιδευτικό υπόβαθρο, έχουν διαφορετική εκπαιδευτική πείρα και πρακτική κατάρτιση και καλούνται να διδάξουν σε παιδιά που έχουν διαφορετικές εκπαιδευτικές και ικανότητες. Υπάρχει σημαντική διαφοροποίηση στο εύρος και στο βάθος των γνώσεων που αποκτώνται κατά τη διάρκεια των βασικών σπουδών των εκπαιδευτικών γενικής και ειδικής εκπαίδευσης, και που πιστοποιούνται από διαφορετικούς τίτλους σπουδών, ωστόσο οι διατάξεις που αποτελούν το νομοθετικό έρεισμα της προσβαλλόμενης απόφασης ανεπίτρεπτα εξομοιώνουν τους πτυχιούχους εκπαιδευτικούς γενικής με τους πτυχιούχους εκπαιδευτικούς ειδικής αγωγής. Ίδια ανεπίτρεπτη εξομοίωση λαμβάνει χώρα και σε ο,τι αφορά το κριτήριο της πενταετούς προϋπηρεσίας, η οποία σε καμία περίπτωση δεν είναι δυνατό να υποκαταστήσει τις βασικές σπουδές, πολύ δε περισσότερο από τη στιγμή που ο εν λόγω εκπαιδευτικός δεν έχει πραγματοποιήσει καθόλου σπουδές στην ΕΑΕ.
Επιπλέον, η προνομιακή μεταχείριση που προσδίδεται στην κατοχή μεταπτυχιακού και διδακτορικού τίτλου (που δεν απαντάται σε κανένα άλλο κλάδο εκπαιδευτικών) εισάγει αδικαιολόγητη ευμενή διάκριση υπέρ των συγκεκριμένων εκπαιδευτικών. Ουσιαστικά δηλαδή, ένας μεταπτυχιακός τίτλος, που προϋποθέτει ως επί το πλείστον πληρωμή των ανάλογων διδάκτρων, θα υποσκελίζει το βασικό πτυχίο σπουδών και ο κάτοχος αυτού (μεταπτυχιακού διπλώματος) θα ευρίσκεται σε ευμενέστερη θέση έναντι του εκπαιδευτικού (και γενικής εκπαίδευσης ακόμη), ο οποίος δε θα έχει την οικονομική δυνατότητα να παρακολουθήσει μεταπτυχιακές σπουδές. Ταυτόχρονα, εισάγεται, άδικα και αναιτιολόγητα, άνιση μεταχείριση σε βάρος των εκπαιδευτικών – αποφοίτων τμημάτων ειδικής αγωγής, οι οποίοι αφενός τελούν σε καθεστώς μόνιμης αναπλήρωσης από το 2008 (παρά τη νομοθετική πρόβλεψη για διαγωνισμό για τους κλάδους ΠΕ 61 και ΠΕ 71 – άρθρο 9 παρ. 11 ν. 3848/2010 – ο οποίος ουδέποτε διεξήχθη), αφετέρου δε αντιπροσωπεύουν ουσιαστικά το μοναδικό κλάδο της δημόσιας εκπαίδευσης όπου το βασικό πτυχίο δεν αποτελεί προσόν διορισμού ή/και αναπλήρωσης, αλλά απλώς κριτήριο μοριοδότησης.
Η αντίθεση της επίμαχης διάταξης στην αρχή της ισότητας καθίσταται πιο εναργής αν ληφθεί επιπροσθέτως υπόψη ότι οι εκπαιδευτικοί των κλάδων ΠΕ 61/71 δεν μπορούν να στελεχώσουν τη γενική εκπαίδευση, σε αντίθεση με τους εκπαιδευτικούς των κλάδων ΠΕ 60/70, οι οποίοι έχουν ουσιαστικά διπλό δικαίωμα εισόδου, τόσο στον χώρο της γενικής εκπαίδευσης όσο και, βάσει της υπό κρίση διάταξης, στον χώρο της ειδικής εκπαίδευσης. Επιπροσθέτως, στη γενική εκπαίδευση οι πίνακες διοριστέων και αναπληρωτών συγκροτούνται αναγκαίως με βάση τον γενικό τίτλο σπουδών, χωρίς να απαιτούνται επιπλέον τυπικά προσόντα (νόμος 3848/2010). Αντιθέτως, στην ειδική εκπαίδευση, ο βασικός τίτλος σπουδών δεν αποτελεί, ως θα έπρεπε, το μοναδικό κριτήριο πρόσληψης, αλλά καθιερώνονται ως κριτήρια εισόδου και τυπικά προσόντα, τα οποία, σε ορισμένες περιπτώσεις (μεταπτυχιακά – σεμινάρια), παρέχονται επί πληρωμή, όπως μνημονεύουμε κατωτέρω.
Για το λόγο αυτό, η προσβαλλόμενη απόφαση καθίσταται ακυρωτέα.

Β. Δεύτερος λόγος ακύρωσης : Παραβίαση της συνταγματικής αρχής της αξιοκρατίας
Η αρχή της αξιοκρατίας, η οποία απορρέει από το άρθρο 5 του Συντάγματος, υπαγορεύει όπως η πρόσβαση σε δημόσιες θέσεις και αξιώματα γίνεται με κριτήρια που συνάπτονται με την προσωπική αξία και ικανότητα των ενδιαφερομένων για την κατάληψή τους (ΣτΕ 2396/2004). Η διάταξη του άρθρου 16 παρ. 1 ν. 3699/2008, που αποτελεί το νομοθετικό έρεισμα της προσβαλλόμενης απόφασης, αντίκειται στην αρχή της αξιοκρατίας, καθότι επιτρέπει τη στελέχωση των δομών ειδικής αγωγής και εκπαίδευσης από εκπαιδευτικούς που δε διαθέτουν τις απαιτούμενες θεωρητικές γνώσεις και δεξιότητες για τη διδασκαλία των μαθητών με ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες. Μάλιστα, η επίμαχη διάταξη αποτελεί τη μόνη περίπτωση συγκρότησης πινάκων αναπληρωτών εκπαιδευτικών κατά την οποία το βασικό πτυχίο δεν αποτελεί το μόνο κριτήριο πρόσληψης.
Η ειδική αγωγή αποτελεί έναν ιδιαίτερα ευαίσθητο χώρο καθώς έχει ως αποστολή την εκπαίδευση μαθητών με ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες. Στο πλαίσιο αυτό, ο ρόλος του εκπαιδευτικού ειδικής αγωγής είναι σημαντικός και πολυσύνθετος, καθόσον καλείται να συμβάλει στην εκπαίδευση παιδιών με πολλές και ποικίλες διαφορετικές ανάγκες (ενδεικτικά παιδιά με αυτισμό, μαθησιακές δυσκολίες, νοητική καθυστέρηση κλπ.). Θα πρέπει ειδικότερα να έχει τις γνώσεις και δεξιότητες για να προσδιορίσει τις δυνατότητες και αδυναμίες του μαθητή, να καταρτίσει παρεμβατικά προγράμματα και να επιλέξει τα ειδικά μέσα και εργαλεία για την υποστήριξη του μαθητή. Ως εκ τούτου, θα πρέπει να έχει το υπόβαθρο και τα εφόδια προκειμένου να διαχειρισθεί τα σύνθετα ζητήματα που μπορεί να προκύψουν κατά την εκπαιδευτική διαδικασία.
Με γνώμονα τα ανωτέρω, τα προγράμματα σπουδών των πανεπιστημιακών τμημάτων της ειδικής αγωγής είναι προσανατολισμένα και δομημένα κατά τέτοιο τρόπο που οι υποψήφιοι εκπαιδευτικοί λαμβάνουν στερεή θεωρητική και πρακτική κατάρτιση για τη διδασκαλία των μαθητών με ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες. Συγκεκριμένα, οι σπουδές περιλαμβάνουν παιδαγωγικά μαθήματα, μαθήματα ψυχολογίας, μαθήματα που αφορούν στις διάφορες μορφές αναπηρίας και ειδικών εκπαιδευτικών αναγκών, μαθήματα που αφορούν στην ειδική αγωγή και στην παιδαγωγική της ένταξης καθώς επίσης και πρακτική άσκηση σε δομές ειδικής αγωγής.
Αντιθέτως, η κατοχή μεταπτυχιακού και διδακτορικού τίτλου δεν είναι δυνατό να εξισωθεί γνωστικά με τις βασικές τετραετείς σπουδές. Τα προγράμματα προπτυχιακών σπουδών των παιδαγωγών γενικής εκπαίδευσης, ακόμη και συνδυαζόμενα με μεταπτυχιακές σπουδές, παρέχουν εξαιρετικά ανεπαρκή αριθμό μαθημάτων ως προς την εκπαίδευση των μαθητών με ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες και οπωσδήποτε δε συγκρίνονται με το ενιαίο και ειδικά δομημένο πρόγραμμα σπουδών στην Ειδική Αγωγή.
Επιπλέον, το διδακτορικό δίπλωμα ως επί το πλείστον συνιστά συστηματική και εξειδικευμένη θεωρητική έρευνα σε ένα πολύ συγκεκριμένο γνωστικό αντικείμενο. Δεν προϋποθέτει ούτε θεωρητική κατάρτιση για την αντιμετώπιση των ειδικών εκπαιδευτικών αναγκών των μαθητών ούτε πρακτική άσκηση σε δομές της ειδικής εκπαίδευσης. Ομοίως, ούτε ο μεταπτυχιακός τίτλος σπουδών είναι σε θέση να υποκαταστήσει τις πολυετείς βασικές σπουδές στον τομέα της ειδικής αγωγής. Και αυτό διότι, οι μεταπτυχιακές σπουδές δεν εμπεριέχουν θεωρητική κατάρτιση σε όλο το εύρος των ειδικών εκπαιδευτικών αναγκών και σε αρκετές περιπτώσεις δεν περιλαμβάνουν καν πρακτική άσκηση με εποπτεία σε δομές της ειδικής εκπαίδευσης (δεν είναι αυτός ο σκοπός τους άλλωστε). Ιδίως, σε ο, τι αφορά το μεταπτυχιακό στη Σχολική Ψυχολογία, είναι δυνατό οι κάτοχοι αυτού να μην έχουν παρακολουθήσει ούτε ένα μάθημα στην Ειδική Αγωγή και Εκπαίδευση. Πολλά δε από τα σχετικά προγράμματα μεταπτυχιακών σπουδών προσφέρονται με μερική φοίτηση (εξ αποστάσεως ή με δυνατότητα παρακολούθησης για ελάχιστο χρονικό διάστημα), ενώ έχουν εκφραστεί έντονες επιφυλάξεις για το επίπεδο και την ποιότητα αυτών των τίτλων (ιδίως όσων προέρχονται από Πανεπιστήμια της Βουλγαρίας, της Κύπρου, της Ιταλίας κλπ.), σε σημείο που να αποτελεί σήμερα αντικείμενο έρευνας του Υπουργείου Παιδείας (είναι χαρακτηριστικό ότι ο ίδιος ο κ. Υπουργός εξήγγειλε έλεγχο νομιμότητας σε περίπου 5.300 τίτλους από ιδιωτικά πανεπιστήμια του εξωτερικού). Αναπόφευκτα, η υπό κρίση διάταξη ανοίγει εκ νέου τον ασκό του Αιόλου για την αναζήτηση μεταπτυχιακών σπουδών με μοναδικό σκοπό τον διορισμό και την εμπορευματοποίηση του χώρου της ειδικής εκπαίδευσης.
Συμπέρασμα για την ποιοτική διαφοροποίηση των βασικών σπουδών και των μεταπτυχιακών προγραμμάτων και του διδακτορικού τίτλου μπορεί επίσης να συναχθεί και από την εξεταστέα ύλη ΑΣΕΠ για το έτος 2010 για την κατάρτιση πινάκων διοριστέων εκπαιδευτικών Ειδικής Αγωγής και Εκπαίδευσης (ο οποίος ουδέποτε διεξήχθη ως προελέχθη), όπου ξεκάθαρα αναφέρεται ότι ο εκπαιδευτικός πρέπει να έχει θεωρητική και πρακτική γνώση για την εκπαίδευση παιδιών με αυτισμό, νοητική αναπηρία, κινητική αναπηρία, κώφωση, σοβαρά προβλήματα όρασης και τύφλωσης και μαθησιακές δυσκολίες. Τα περισσότερα μεταπτυχιακά προγράμματα δεν περιλαμβάνουν μαθήματα σχετικά με τους ανωτέρω βασικούς τομείς της ειδικής εκπαίδευσης, οι οποίοι, άλλωστε, τυγχάνουν καθημερινής εφαρμογής κατά την εκπαιδευτική διαδικασία.
Είναι, επομένως, εμφανές ότι η πραγματοποιούμενη εξίσωση των βασικών τετραετών σπουδών με μεταπτυχιακούς και διδακτορικούς τίτλους οδηγεί στην απαξίωση του βασικού πτυχίου των αποφοίτων των ειδικών τμημάτων και κατ’ ακολουθία στην πλήρωση των θέσεων της ειδικής αγωγής από εκπαιδευτικούς που δε διαθέτουν τις απαιτούμενες θεωρητικές γνώσεις και πρακτικές δεξιότητες. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, η προσβαλλόμενη απόφαση αντίκειται στην αρχή της αξιοκρατίας, δεδομένου ότι συνεπάγεται την κάλυψη των επίμαχων θέσεων από πρόσωπα που δε διαθέτουν τα απαιτούμενα προσόντα, αλλά γίνεται στη βάση κριτηρίων, άσχετων με τις εκπαιδευτικές ανάγκες και τις ιδιαιτερότητες του χώρου της ειδικής εκπαίδευσης. Η δε αρχή της αξιοκρατίας και της αμεροληψίας επιτάσσει στο νομοθέτη να μην προβαίνει σε διακρίσεις βάσει κριτηρίων άσχετων προς την ικανότητα του υποψηφίου, αλλά ο διορισμός και η πρόσληψη του τελευταίου να γίνεται αποκλειστικά βάσει των προσόντων και της προσωπικής του αξίας, κατ’ εφαρμογή ουσιαστικών και κατάλληλων κριτηρίων στοχευόντων μόνο στην προσωπική αξία και την καταλληλότητα του υποψηφίου για τις προκηρυσσόμενες θέσεις. Κάτι τέτοιο, άλλωστε, θα έπρεπε να αποτελεί αυτονόητη πρακτική της Πολιτείας στις διαδικασίες για τη στελέχωση της δημόσιας διοίκησης, πολύ δε περισσότερο για την κάλυψη των θέσεων στο νευραλγικό χώρο της ειδικής αγωγής.
Επίσης, η προσβαλλόμενη απόφαση έρχεται και σε ευθεία αντίθεση με την εξουσιοδοτική διάταξη του άρθρου 46 του ν. 4465/2017, στο βαθμό που η τελευταία ορίζει ως γνώμονα «την καλύτερη εξυπηρέτηση των αναγκών της ειδικής αγωγής και εκπαίδευσης». Είναι εξαιρετικά αμφίβολο κατά πόσο εξυπηρετούνται οι ανάγκες της ειδικής αγωγής με τη πλήρωση των θέσεων από εκπαιδευτικούς χωρίς ή ελάχιστες σπουδές στην ειδική εκπαίδευση, ως αναλύεται ανωτέρω.

Γ. Τρίτος λόγος ακύρωσης : Παραβίαση κατ’ ουσίαν διάταξης νόμου
Με το νόμο 4074/2012 κυρώθηκε και έχει την ισχύ, που ορίζει το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος, η Σύμβαση για τα δικαιώματα των ατόμων με αναπηρίες, που υπογράφηκε στη Νέα Υόρκη στις 30 Μαρτίου 2007, και το Προαιρετικό Πρωτόκολλο στη Σύμβαση για τα δικαιώματα των ατόμων με αναπηρίες, που υπογράφηκε στη Νέα Υόρκη στις 27 Σεπτεμβρίου 2010.
Στο άρθρο 4 του άνω νόμου με τίτλο «Γενικές Υποχρεώσεις» ορίζεται : (Τα συμβαλλόμενα κράτη αναλαμβάνουν) … α. Να υιοθετούν όλα τα κατάλληλα νομοθετικά, διοικητικά και άλλα μέτρα, για την εφαρμογή των δικαιωμάτων που αναγνωρίζονται με την παρούσα Σύμβαση … θ. Να προάγουν την κατάρτιση επαγγελματιών και προσωπικού που απασχολείται με τα άτομα με αναπηρίες, σχετικά με τα δικαιώματα που αναγνωρίζονται στην παρούσα Σύμβαση, ώστε να παρέχουν με τον καλύτερο τρόπο τη βοήθεια και τις υπηρεσίες που εγγυώνται αυτά τα δικαιώματα».
Το δε άρθρο 24 ορίζει ότι : «1. Τα Συμβαλλόμενα Κράτη αναγνωρίζουν το δικαίωμα των ατόμων με αναπηρίες στην εκπαίδευση. Με σκοπό την άσκηση του δικαιώματος αυτού, χωρίς διακρίσεις και βάσει των ίσων ευκαιριών, τα Συμβαλλόμενα Κράτη διασφαλίζουν ένα εκπαιδευτικό σύστημα ένταξης, σε όλα τα επίπεδα και δια βίου μάθηση που αποσκοπούν: α. Στην πλήρη ανάπτυξη του ανθρώπινου δυναμικού και του αισθήματος αξιοπρέπειας και αυτοεκτίμησης και την ενίσχυση του σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, των θεμελιωδών ελευθεριών και της ανθρώπινης ποικιλομορφίας, β. Στην ανάπτυξη, από τα άτομα με αναπηρίες, της προσωπικότητας τους, των δεξιοτήτων και της δημιουργικότητας τους, καθώς επίσης και των πνευματικών και φυσικών ικανοτήτων τους, στο μέγιστο δυναμικό τους, γ. Στη δυνατότητα των ατόμων με αναπηρίες να συμμετέχουν αποτελεσματικά σε μια ελεύθερη κοινωνία. 2. Για την εξασφάλιση του δικαιώματος αυτού, τα Συμβαλλόμενα Κράτη διασφαλίζουν ότι: α. Τα άτομα με αναπηρίες δεν αποκλείονται από το γενικό εκπαιδευτικό σύστημα βάσει αναπηρίας και ότι τα παιδιά με αναπηρίες δεν αποκλείονται από την ελεύθερη και υποχρεωτική πρωτοβάθμια εκπαίδευση ή από τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, βάσει αναπηρίας, β. Τα άτομα με αναπηρίες μπορούν να έχουν πρόσβαση σε μια ενιαία, ποιοτική και ελεύθερη πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση, σε ίση βάση με τους άλλους, στις κοινότητες στις οποίες ζουν, γ. Παρέχεται εύλογη προσαρμογή για τις απαιτήσεις του ατόμου, δ. Τα άτομα με αναπηρίες λαμβάνουν την υποστήριξη που απαιτείται, μέσα στο γενικό εκπαιδευτικό σύστημα, προκειμένου να διευκολυνθεί η αποτελεσματική εκπαίδευση τους, ε. Παρέχονται αποτελεσματικά εξατομικευμένα μέτρα υποστήριξης, σε περιβάλλοντα που μεγιστοποιούν την ακαδημαϊκή και κοινωνική ανάπτυξη, σύμφωνα με το στόχο της πλήρους ενσωμάτωσης. 3. Τα Συμβαλλόμενα Κράτη καθιστούν ικανά τα άτομα με αναπηρίες να διδάσκονται δεξιότητες ζωής και κοινωνικής ανάπτυξης, προκειμένου να διευκολύνουν την πλήρη και ίση συμμετοχή τους στην εκπαίδευση και ως μέλη της κοινωνίας. Για το λόγο αυτό, τα Συμβαλλόμενα Κράτη λαμβάνουν κατάλληλα μέτρα, συμπεριλαμβανόμενης και: α. Της διευκόλυνσης της εκμάθησης της Μπράιγ, εναλλακτικής γραφής, βελτιωμένων και εναλλακτικών τρόπων, μέσων και μορφών δεξιοτήτων επικοινωνίας, προσανατολισμού και κινητικότητας και της διευκόλυνσης της υποστήριξης και παροχής συμβουλών σε συνομηλίκους, β. Της διευκόλυνσης της εκμάθησης της νοηματικής γλώσσας και της προαγωγής της γλωσσικής ταυτότητας της κοινότητας των κωφών, γ. Της διασφάλισης ότι η εκπαίδευση των προσώπων και ιδιαίτερα των παιδιών, που είναι τυφλά, κωφά ή τυφλά και κωφά, διεξάγεται με τις πιο κατάλληλες γλώσσες, τρόπους και μέσα επικοινωνίας για το συγκεκριμένο άτομο και σε περιβάλλοντα που μεγιστοποιούν την ακαδημαϊκή και κοινωνική ανάπτυξη. 4. Προκειμένου να βοηθήσουν τη διασφάλιση της άσκησης του δικαιώματος αυτού, τα Συμβαλλόμενα Κράτη λαμβάνουν κατάλληλα μέτρα, προκειμένου να προσλαμβάνουν εκπαιδευτικούς, συμπεριλαμβανομένων και των δασκάλων με αναπηρίες, που κατέχουν τα τυπικά προσόντα στη νοηματική γλώσσα και / ή στη Μπράιγ και να εκπαιδεύουν τους επαγγελματίες και το προσωπικό που απασχολούνται σε όλα τα επίπεδα εκπαίδευσης. Μια τέτοια κατάρτιση θα ενσωματώνει ευαισθητοποίηση για την αναπηρία και τη χρήση κατάλληλων βελτιωμένων και εναλλακτικών τρόπων, μέσων και μορφών επικοινωνίας, εκπαιδευτικών τεχνικών και υλικών, για να υποστηριχθούν τα άτομα με αναπηρίες. 5. Τα Συμβαλλόμενα Κράτη διασφαλίζουν ότι τα άτομα με αναπηρίες είναι σε θέση να έχουν πρόσβαση στη γενική τριτοβάθμια εκπαίδευση, στην επαγγελματική κατάρτιση, στην εκπαίδευση ενηλίκων και στη δια βίου μάθηση, χωρίς διακρίσεις και σε ίση βάση με τους άλλους. Για το λόγο αυτό, τα Συμβαλλόμενα Κράτη διασφαλίζουν ότι παρέχεται εύλογη προσαρμογή στα άτομα με αναπηρίες».
Από όσα μνημονεύουμε στον 2ο λόγο ακύρωσης (και στα οποία παραπέμπουμε προς αποφυγή επαναλήψεων), καθίσταται εμφανές ότι η προσβαλλόμενη απόφαση και το νομοθετικό θεμέλιο αυτής για τα κριτήρια στελέχωσης της ειδικής αγωγής και εκπαίδευσης ουδόλως διασφαλίζουν την ποιότητα των εκπαιδευτικών υπηρεσιών που πρέπει να παρέχεται στα άτομα με αναπηρία. Η πρόσληψη εκπαιδευτικών γενικής αγωγής χωρίς επαρκή κατάρτιση (δεδομένου ότι τα τυχόν πρόσθετα ακαδημαϊκά προσόντα δεν μπορεί να είναι ισάξια της τετραετούς φοίτησης και της πρακτικής κατάρτισης, πολύ δε περισσότερο αυτό ισχύει στην περίπτωση μεταπτυχιακών τίτλων και σεμιναρίων αμφίβολης εκπαιδευτικής αξίας) αντιβαίνει ευθέως στους ορισμούς και τις πρόνοιες της Σύμβασης και για το λόγο αυτό η προσβαλλόμενη απόφαση θα πρέπει να ακυρωθεί.

Δ. Τέταρτος λόγος ακύρωσης : Παραβίαση του δικαιώματος προς εργασία.
Η προσβαλλομένη απόφαση, είναι ακυρωτέα γιατί, έχουσα ως έρεισμα τις διατάξεις του Ν. 3699/2008 (άρθρα 16, 21 και 22), εκδόθηκε κατά παράβαση του άρθρου 22 του Συντάγματος και του άρθρου 15 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Το άρθρο 22 του Συντάγματος ορίζει ρητά, ότι η εργασία αποτελεί δικαίωμα. Ο όρος δικαίωμα εργασίας, ωστόσο, έχει δύο έννοιες: Περιλαμβάνει από την μια την ελευθερία εργασίας ως ατομική ελευθερία και από την άλλη την αξίωση εργασίας ως κοινωνικό δικαίωμα. Το δικαίωμα εργασίας, ως ελευθερία εργασίας, όπως θεμελιώνεται από το Σύνταγμα κατοχυρώνει την ελεύθερη και ανεξάρτητη από οποιαδήποτε κρατική παρέμβαση επιλογή ή αλλαγή ανεξάρτητης ή εξαρτημένης εργασίας, την ελευθερία επαγγελματικής εκπαίδευσης και επιμόρφωσης, την ελευθερία άσκησης επαγγέλματος (ως προς τον τρόπο, χρόνο και χώρο) και τέλος την ελευθερία της μη εργασίας, δηλαδή την ελευθερία εργασίας στην αρνητική της μορφή.
Με το Σύνταγμα του 1975/86/01 και την διάταξη του άρθρου 22 παρ. 1 κατοχυρώνεται το σύνολο των ευνοϊκών για τους εργαζόμενους ρυθμίσεων που μπορεί να χαρακτηριστεί ως «εργατικό και κοινωνικό κεκτημένο», προσφέρεται στην δικαστική εξουσία η απαραίτητη νομική βάση ώστε κάθε μελλοντικός νόμος που περιορίζει στοιχειώδη εργασιακά δικαιώματα να κηρύσσεται αντισυνταγματικός και καθιερώνεται υποχρέωση στον νομοθέτη μόνο να διευρύνει και όχι να πλήττει και συρρικνώνει το εργατικό και κοινωνικό αυτό κεκτημένο των εργαζομένων. Τον έστω και περιορισμένο συγκριτικά με άλλες μορφές συνταγματικής προστασίας κανονιστικό χαρακτήρα της διάταξης του άρθρου 22 παρ.1 δέχεται και το Συμβούλιο της Επικρατείας το οποίο στην απόφαση 1133/1983 του ορίζει ότι το άρθρο 22 παρ.1 του Συντάγματος δεν κατοχυρώνει τις υφιστάμενες εργασιακές σχέσεις ή το είδος και τη διάρκεια της απασχολήσεως των εργαζομένων, αλλά θεμελιώνει την υποχρέωση του κράτους προς δημιουργία συνθηκών εξασφαλίσεως εργασίας και γενικότερα επαγγελματικής απασχολήσεως στα άτομα, που επιθυμούν και είναι σε θέση να εργασθούν μέσα στα πλαίσια της οικονομικής οργανώσεως και του πολιτικού συστήματος, που διασφαλίζουν οι λοιπές διατάξεις του Συντάγματος. Αντίστοιχου περιεχομένου είναι και η διάταξη του άρθρου 15 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σύμφωνα με το οποίο: «Κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα να εργάζεται και να ασκεί το επάγγελμα, το οποίο επιλέγει η αποδέχεται ελεύθερα».
Οι επίμαχες διατάξεις του νόμου 3699/2008 παραβιάζουν το δικαίωμα προς εργασία, διότι οι υποψήφιοι αναπληρωτές απόφοιτοι τμημάτων της ειδικής αγωγής θα βρεθούν σε ιδιαίτερα δυσμενή θέση έναντι των εκπαιδευτικών γενικής αγωγής, τόσο για το τρέχον εκπαιδευτικό έτος 2017 – 2018, όσο και για τις μελλοντικές προσλήψεις για τα επόμενα εκπαιδευτικά έτη.
Συγκεκριμένα, οι επίμαχες ρυθμίσεις, δεδομένου ότι ακυρώνουν και απαξιώνουν το βασικό πτυχίο που αποκτήθηκε από τα οικεία πανεπιστημιακά τμήματα, ουσιαστικά καταργούν τα επαγγελματικά δικαιώματα που συνδέονται με αυτό. Η πλήρης εξίσωση των πτυχιούχων με τους εκπαιδευτικούς γενικής αγωγής που διαθέτουν διδακτορικό ή μεταπτυχιακό ή απλώς έχουν 5ετή προϋπηρεσία θα καταστήσει τώρα και στο μέλλον αδύνατη την πρόσληψή μας (είτε σε μελλοντικό διαγωνισμό ΑΣΕΠ για πρόσληψη μόνιμων εκπαιδευτικών είτε σε διαδικασία πρόσληψης αναπληρωτών), αν ληφθεί υπόψη ιδιαίτερα η πληθώρα των αδιόριστων εκπαιδευτικών γενικής αγωγής, οι οποίοι ήδη διαθέτουν τους σχετικούς τίτλους και προϋποθέσεις. Στην ουσία, δια των υπό κρίση νομοθετικών διατάξεων, οι εκπαιδευτικοί ειδικής αγωγής ΠΕ61 και ΠΕ71 είναι οι μόνοι πτυχιούχοι ο τίτλος σπουδών των οποίων δίνει μόνο μόρια, και βρίσκονται a priori σε δυσμενή θέση έναντι των εκπαιδευτικών γενικής εκπαίδευσης.
Παράλληλα, η τυχόν διατήρηση της επίμαχης ρύθμισης θα σηματοδοτήσει ένα νέο κύκλο επιδίωξης απόκτησης τίτλων (είτε στην Ελλάδα είτε στο εξωτερικό), δεδομένου ότι αυτοί (τίτλοι) θα αποτελούν πλέον το σίγουρο «διαβατήριο» εισόδου στην ειδική εκπαίδευση και θα εκτοπίσουν τους εκπαιδευτικούς ΠΕ 61/ΠΕ 71. Ακόμη δε, σε μερικά χρόνια με την προβλεπόμενη στην υπουργική απόφαση μοριοδότηση, οι κάτοχοι διδακτορικού ή/και μεταπτυχιακού διπλώματος που θα προσλαμβάνονται θα ευρίσκονται σε μόνιμη πλεονεκτική θέση έναντι των μελλοντικών αποφοίτων ειδικής αγωγής, καθόσον θα έχουν και το σύνολο μορίων προϋπηρεσίας (0,25 για κάθε μήνα) και έτσι θα προηγούνται συνεχώς στην κατάταξη. Στα ανωτέρω, θα πρέπει να προσθέσουμε ότι, εδώ και αρκετά έτη, πολλές θέσεις της ειδικής αγωγής έχουν ήδη καλυφθεί από μόνιμους εκπαιδευτικούς γενικής αγωγής, οι οποίοι, κάνοντας χρήση του άρθρου 21 ν. 3699/2008, μετατέθηκαν στις δομές της ειδικής εκπαίδευσης, με αποτέλεσμα οι θέσεις των αναπληρωτών να βαίνουν διαρκώς μειούμενες. Κατά συνέπεια, οι σχετικές νομοθετικές ρυθμίσεις, στο βαθμό που πλέον δίδουν δικαίωμα άμεσου διορισμού στους εκπαιδευτικούς γενικής αγωγής, παραβιάζουν κατάφωρα το συνταγματικό δικαίωμά μας προς εργασία και για το λόγο αυτό, η προσβαλλόμενη απόφαση θα πρέπει να ακυρωθεί.

Ε. Πέμπτος λόγος ακύρωσης : Παραβίαση της αρχής της χρηστής διοίκησης
Στην εξουσιοδοτική διάταξη του άρθρου 46 του ν. 4465/2017, αναφέρεται ότι «με απόφαση του Υπουργού Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων, η οποία εκδίδεται ύστερα από εισήγηση της Διεύθυνσης Ειδικής Αγωγής και Εκπαίδευσης του Υπουργείου, μπορεί να καθορίζονται διαφοροποιήσεις από τα κατά την προηγούμενη παράγραφο ισχύοντα στη γενική εκπαίδευση για την πρόσληψη προσωρινών αναπληρωτών, λόγω των ιδιαίτερων συνθηκών στην ΕΑΕ. Στις διαφοροποιήσεις περιλαμβάνονται, ιδίως, η κατάρτιση κύριου πίνακα κατάταξης στον οποίο εντάσσονται εκπαιδευτικοί που πληρούν τα προσόντα της παραγράφου 1 του άρθρου 16, και, σε περίπτωση εξάντλησής του, η κατάρτιση επικουρικού πίνακα στον οποίο εντάσσονται εκπαιδευτικοί που πληρούν τα προσόντα των υποπεριπτώσεων αα`, ββ` και γγ` της περίπτωσης β` της παραγράφου 4 του άρθρου 21, καθώς και τα κριτήρια κατάταξης στους ανωτέρω πίνακες και η μοριοδότησή τους, με γνώμονα την καλύτερη εξυπηρέτηση των αναγκών της ειδικής αγωγής και εκπαίδευσης».
Η προσβαλλόμενη απόφαση, ωστόσο, κατά παράβαση των αρχών της χρηστής διοίκησης και της αρχής της αμεροληψίας προβαίνει σε αυθαίρετη μοριοδότηση, η οποία ουδόλως δικαιολογείται από τη νομοθετική πρόβλεψη για «καλύτερη εξυπηρέτηση των αναγκών της ειδικής αγωγής». Συγκεκριμένα, η προσμέτρηση έξι (6) μονάδων για τον κάτοχου διδακτορικού διπλώματος στην ΕΑΕ ή στη Σχολική Ψυχολογία, που, ως προελέχθη, συνιστά ως επί το πλείστον θεωρητική έρευνα σε ένα πολύ εξειδικευμένο ζήτημα και δεν περιλαμβάνει ως προϋπόθεση απόκτησής του την προηγούμενη πρακτική εξάσκηση και κατάρτιση στις δομές της ειδικής αγωγής, έναντι 5 μονάδων με τις οποίες μοριοδοτούνται οι απόφοιτοι ΠΕ 61 και ΠΕ 71 είναι αυθαίρετη, δε στηρίζεται σε συγκεκριμένο αξιολογικό, επιστημονικό και εκπαιδευτικό κριτήριο και έρχεται σε ευθεία αντίθεση με τις ανάγκες της ειδικής αγωγής, οι οποίες επιβάλλουν την πρόσληψη του κατ’ εξοχήν ειδικώς καταρτισθέντος και καταλλήλως εκπαιδευόμενου εκπαιδευτικού προσωπικού. Επιπλέον, τα κριτήρια των διδακτορικών και των μεταπτυχιακών τίτλων σπουδών στην ΕΑΕ είναι ασαφή και αόριστα, δεδομένου ότι δεν εξειδικεύονται επαρκώς ως προς τη συνάφειά τους με την ΕΑΕ. Σημειώνουμε ενδεικτικά ότι το ΙΕΠ με την υπ’ αρ. 1482/11-3-2016 απόφασή του έχει ορίσει ότι ένα μεταπτυχιακό πρόγραμμα σπουδών, για να έχει συνάφεια με την ΕΑΕ και να προσδίδει επαγγελματικά δικαιώματα, θα πρέπει: α) να έχει διάρκεια τουλάχιστον τριών εξαμήνων πλήρους φοίτησης, β) να έχει αποκτηθεί από παιδαγωγικό τμήμα ή τμήμα ανθρωπιστικών σπουδών, γ) να έχει εφαρμογή στην ΕΑΕ, δ) να έχει εποπτευόμενη πρακτική άσκηση σε δομές της ΕΑΕ (όχι εξ αποστάσεως, όχι μελέτες περίπτωσης ή ιδιωτικές εκπαιδευτικές παρεμβάσεις) και ε) τα 6/9 των μαθημάτων του να είναι σχετικά με τις κατηγορίες αναπηριών ή ειδικών εκπαιδευτικών αναγκών, όπως αυτές ορίζονται στον νόμο 3699/2008, άρθρο 3 ή στην εκάστοτε ισχύουσα νομοθεσία για την ΕΑΕ. Τέτοια, όμως, ειδικά κριτήρια ουδόλως ορίζονται στην προσβαλλόμενη απόφαση και για το λόγο αυτό θα πρέπει να ακυρωθεί.

ΕΝΝΟΜΟ ΣΥΜΦΕΡΟΝ
Στο άρθρο 47 παρ. 1 π.δ. 18/1989 ορίζεται ότι : «Αίτηση ακυρώσεως δικαιούται να ασκήσει ο ιδιώτης ή το νομικό πρόσωπο, τους οποίους αφορά η διοικητική πράξη ή των οποίων έννομα συμφέροντα, έστω και μη χρηματικά, προσβάλλονται από αυτήν». Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, για την άσκηση αιτήσεως ακυρώσεως τόσο κατά ατομικής όσο και κατά κανονιστικής πράξης απαιτείται προσωπικό, άμεσο και ενεστώς έννομο συμφέρον του αιτούντος, ειδικότερα δε για την προσβολή κανονιστικής πράξης, άμεσο και ενστώς έννομο συμφέρον γεννάται, κατ’ αρχήν, από την έναρξη ισχύος της, από την οποία επέρχεται μεταβολή στην έννομη τάξη (ΣτΕ 1253/2006). Η ύπαρξη δε του εννόμου συμφέροντος κρίνεται, όταν η διοικητική πράξη δεν απευθύνεται ευθέως προς τον αιτούντα δημιουργώντας για αυτόν συγκεκριμένες έννομες συνέπειες (όπως συμβαίνει επί κανονιστικών πράξεων), από τον σύνδεσμο που υπάρχει μεταξύ των εννόμων αποτελεσμάτων των επερχόμενων από την προσβαλλόμενη διοικητική πράξη και του περιεχομένου μιας συγκεκριμένης νομικής κατάστασης ή ιδιότητας, στην οποία βρίσκεται ή την οποία ο αιτών έχει και επικαλείται.
Περαιτέρω, το έννομο συμφέρον για την προσβολή κάθε κανονιστικής πράξεως εξετάζεται αυτοτελώς και ασχέτως με το ενδεχόμενο εκδόσεως ή μη άλλων συναφών πράξεων, κανονιστικών ή ατομικών, κατ’ εφαρμογή της κανονιστικής, το δικαίωμα δε για την αποτελεσματική δικαστική προστασία προκειμένου περί κανονιστικής πράξεως επιτάσσει να παρέχεται σε εκείνον που επικαλείται ότι έχει ιδιότητα ή τελεί σε νομική κατάσταση, η οποία επηρεάζεται από τα επερχόμενα από την κανονιστική πράξη έννομα αποτελέσματα, η δυνατότητα να αμφισβητήσει, επικαίρως, τη νομιμότητα της εν λόγω πράξεως ήδη από τη στιγμή που αυτή δημοσιεύεται και αναπτύσσει κανονιστική ισχύ, ώστε, εάν διαπιστωθεί ότι δεν είναι νόμιμη, να ακυρωθεί και να εκβληθεί από την έννομη τάξη και να μην αναμένεται η έκδοση, με βάση αυτήν, άλλων διοικητικών πράξεων. Κατά την έννοια δε του άρθρου 47 παρ. 1 του π.δ. 18/1989, το άμεσο του έννομου συμφέροντος δεν σημαίνει ότι, προκειμένου περί κανονιστικής πράξεως, πρέπει να επέρχεται στον αιτούντα βλάβη ήδη κατά την έκδοση της πράξεως, διότι η βλάβη από τέτοια πράξη δεν επέρχεται αναγκαίως με την έκδοση της πράξεως αυτής, αλλά, κατά το συνήθως συμβαίνον, με την έκδοση ατομικών πράξεων κατ’ εφαρμογή των διατάξεων. Την αποδοχή δε τέτοιας άποψης περί του εννόμου συμφέροντος για την προσβολή κανονιστικής πράξεως θα οδηγούσε κατ’ ουσίαν σε κατάργηση του ευθέος ελέγχου των κανονιστικών πράξεων (ΟλΣτΕ 95/2017, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Σύμφωνα με το άρθρο 47 παρ. 1 του π.δ. 18/1989, το έννομο συμφέρον νομικού προσώπου για την προσβολή διοικητικής πράξεως με αίτηση ακύρωσης κρίνεται, κυρίως, επί τη βάσει του σκοπού του νομικού προσώπου και του περιεχομένου της πράξεως (ΣτΕ 1212/2010 Ολομ.). Στα άρθρα 2,3 και 4 του καταστατικού μας ορίζονται τα ακόλουθα: «Άρθρο 2ο – Σκοποί του Συλλόγου είναι : 1) Η αναβάθμιση σε επιστημονικό και πρακτικό επίπεδο της παρεχόμενης στην Ελλάδα εκπαίδευσης στον τομέα της Ειδικής Αγωγής και η προώθηση της κοινωνικής ένταξης, με την καθιέρωση της πρώιμης παρέμβασης και την προώθηση της σχολικής ένταξης «one school for all» (ένα σχολείο για όλους). 2) Η προαγωγή, διάδοση και βελτίωση του θεσμού της Ειδικής Αγωγής, που θα επιτευχθεί με τα προγράμματα πρώιμης παρέμβασης, ένταξης καθώς και την επαγγελματική κατάρτιση και συμμετοχή ατόμων με Αναπηρία στην παραγωγική διαδικασία. 3) Η ευαισθητοποίηση του κοινωνικού συνόλου σε θέματα Ειδικής Αγωγής/ Αναπηρίας για την αποδοχή των ατόμων με Αναπηρία από το κοινωνικό σύνολο και την ισότιμη συμμετοχή τους σε όλες τις εκφάνσεις της κοινωνικής ζωής. 4) Η συνεργασία του Συλλόγου με: α. το Υπουργείο Παιδείας, Θρησκευμάτων, Πολιτισμού και Αθλητισμού, τα Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα, τους επιστημονικούς φορείς, τους Συλλόγους Γονέων και Κηδεμόνων, τους συλλόγους εκπαιδευτικών, τις κατά τόπους Περιφέρειες, τους Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης, τους κοινωνικούς συλλόγους και Ομοσπονδίες για τη δυναμική προάσπιση των δικαιωμάτων των ατόμων με Αναπηρία με σκοπό τη βελτίωση της ποιότητας ζωής τους και την ισότιμη αντιμετώπισή τους στην εκπαίδευση, καθώς και την επαγγελματική και κοινωνική ζωή. β. με εθνικούς και διεθνείς οργανισμούς σχετικούς με θέματα Ειδικής Αγωγής, για την ενημέρωση και την ανταλλαγή σύγχρονων επιστημονικών απόψεων, μεθόδων και προβληματισμών. 5) Η συνεργασία του Συλλόγου με ανώτερα εκπαιδευτικά στελέχη, σχολικούς συμβούλους, με όλες τις ειδικότητες που ασχολούνται επαγγελματικά και προσφέρουν στον τομέα της Ειδικής Αγωγής και με όλους τους αρμόδιους φορείς για τη θεσμική και νομοθετική κατοχύρωση των επαγγελματικών δικαιωμάτων των Εκπαιδευτικών Ειδικής Αγωγής Π.Ε. 61 και Π.Ε 71 καθώς και εδραίωση του ρόλου τους στην Πολιτεία. 6) Η συμβουλευτική υποστήριξη των ατόμων με αναπηρία, των γονέων και εκπαιδευτικών που εμπλέκονται στη Γενική και Ειδική Αγωγή. 7) Η συνεχής επαγγελματική κατάρτιση και επιμόρφωση των μελών του Συλλόγου για την βελτίωση και αναβάθμιση του επιστημονικού επιπέδου αυτών. 8 Η προώθηση και διενέργεια ερευνητικών προγραμμάτων αναφορικά με τις μεθόδους και την τεχνολογία στην εκπαίδευση ατόμων με αναπηρία. 9) Η ανάπτυξη στενότερων δεσμών φιλίας, αλληλεγγύης και αλληλοβοήθειας μεταξύ των μελών του Συλλόγου. Ο σεβασμός του ανθρώπου, της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητάς του, της προσωπικής ελευθερίας και ανάπτυξης αυτού. Άρθρο 3ο – Η πραγματοποίηση των σκοπών του Συλλόγου που εκτίθενται στο προηγούμενο άρθρο, θα επιδιώκεται με κάθε νόμιμο και πρόσφορο μέσο, όπως με: 1) την μελέτη και την από κοινού επίλυση των προβλημάτων των μελών του Συλλόγου, όπως αυτά ανακύπτουν στον χώρο της Ειδικής Αγωγής. 2) την συνεργασία με άλλους επιστημονικούς και επαγγελματικούς συλλόγους, αποσκοπώντας στην διευθέτηση τυχόν διαφορών και την προώθηση κοινών στόχων. 3) την χρησιμοποίηση παντός πρόσφορου μέσου (μελέτες, διαλέξεις, σεμινάρια, συνέδρια, εκδόσεις, ηλεκτρονικά μέσα, κλπ) για την επεξεργασία και προβολή των θεμάτων που περιλαμβάνονται στο γνωστικό πεδίο της Ειδικής Αγωγής και με απώτερο στόχο την υπεύθυνη και συστηματική πληροφόρηση της κοινωνίας σχετικά με τα θέματα αυτά. 4) υπομνήματα προς τις Αρχές (εκπαιδευτικές, διοικητικές κ.α.), με ανακοινώσεις και άρθρα στον τύπο και στα λοιπά Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης, με συντονισμό της δράσης με άλλους συλλόγους και φορείς στον χώρο της Ειδικής Αγωγής, με επαφή με διεθνείς οργανώσεις, καθώς και με κινητοποιήσεις ανάλογα με τις εκάστοτε διαμορφωμένες συνθήκες και ανάγκες. 5) την σύσταση επιτροπών μελέτης και έρευνας για θέματα σχετικά με την επιστήμη της Ειδικής Αγωγής. 6) την ανάπτυξη γενικά κάθε πρόσφορης δραστηριότητας στα πλαίσια των σκοπών του Συλλόγου. Άρθρο 4ο – Τα μέλη του Συλλόγου διακρίνονται σε τακτικά, έκτακτα και επίτιμα. Τακτικά μέλη του Συλλόγου μπορούν να γίνουν όσοι πληρούν τις κάτωθι προϋποθέσεις : α) Είναι απόφοιτοι πανεπιστημιακών τμημάτων Ειδικής Αγωγής των Ελληνικών Πανεπιστημίων. β) Είναι απόφοιτοι πανεπιστημιακών τμημάτων Ειδικής Αγωγής του εξωτερικού με τίτλο σπουδών αναγνωρισμένο και ισότιμο με τους αντίστοιχους τίτλους πανεπιστημιακών τμημάτων Ειδικής Αγωγής Ελληνικών Πανεπιστημίων. γ) Αποδέχονται όλους τους σκοπούς του Συλλόγου. Όλα τα ιδρυτικά είναι και τακτικά μέλη του Σωματείου.
Από τα παραπάνω προκύπτει η υποχρέωσή μας για την – με κάθε νόμιμο μέσο – θεσμική και νομοθετική κατοχύρωση των δικαιωμάτων των μελών μας αποφοίτων πανεπιστημιακών τμημάτων ειδικής αγωγής. Τα δικαιώματα όλων των μελών μας πλήττονται με την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης, ειδικότερα δε τίθενται σε αμφιβολία η επαγγελματική σταδιοδρομία τους και η προοπτική διορισμού ή/και πρόσληψής τους στην ειδική αγωγή και εκπαίδευση, δεδομένου ότι οι θέσεις στην ειδική αγωγή μπορούν να καλυφθούν και από εκπαιδευτικούς γενικής αγωγής που απλώς διαθέτουν – ή αναμένεται να αποκτήσουν μελλοντικά – επιπλέον ακαδημαϊκά προσόντα (διδακτορικό – μεταπτυχιακό) ή απλώς έχουν συμπληρώσει ορισμένο διάστημα προϋπηρεσίας. Επομένως, η προσβαλλόμενη απόφαση συνεπάγεται άμεση μεταβολή στην εργασιακή και οικονομική κατάσταση των μελών του αιτούντος σωματείου, καθώς με την εφαρμογή των διατάξεών της, θίγονται αμέσως τα επαγγελματικά τους δικαιώματα, η προοπτική επαγγελματικής τους εξέλιξης, και εν τέλει κινδυνεύουν να μείνουν χωρίς εργασία, είτε στο πλαίσιο της αναπλήρωσης για κάλυψη εκπαιδευτικών κενών, είτε σε μελλοντικό διαγωνισμό για διορισμό μόνιμων εκπαιδευτικών ειδικής αγωγής. Υπό τα δεδομένα αυτά, η κρινόμενη αίτηση ασκείται παραδεκτώς, με τη συνδρομή του απαιτούμενου έννομου συμφέροντος από το αιτούν σωματείο.
Οι υπόλοιποι αιτούντες έχουμε ομοίως άμεσο έννομο συμφέρον για την ακύρωση της προσβαλλομένης κανονιστικής πράξεως, διότι είμαστε εκπαιδευτικοί – απόφοιτοι πανεπιστημιακών τμημάτων ειδικής αγωγής (κλάδων ΠΕ 61 – ΠΕ 71), έχουμε δε υποβάλει αίτηση για την πρόσληψή μας ως αναπληρωτές στις δομές ειδικής αγωγής και εκπαίδευσης και είμαστε άμεσα πληττόμενοι από τις αντισυνταγματικές διατάξεις των άρθρων 16, 21 και 22 του ν. 3699/2008, καθώς με την εφαρμογή αυτών και της προσβαλλόμενης απόφασης, διατρέχουμε άμεσο κίνδυνο να μην τοποθετηθούμε ως αναπληρωτές στις δομές της ειδικής αγωγής.

Επειδή η παρούσα είναι νόμιμη, βάσιμη και αληθής, παραδεκτώς δε ασκείται ενώπιον του Δικαστηρίου Σας.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Και για όσους επιφυλασσόμαστε να προσθέσουμε στο μέλλον

ΖΗΤΟΥΜΕ

Να γίνει δεκτή η αίτησή μας.
Να ακυρωθεί και να εξαφανισθεί η προσβαλλομένη υπ’ αριθμόν 61048/Ε2/7.4.2017 απόφαση του Υπουργού Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων (ΦΕΚ 1239/τ. Β΄/10.4.2017) και κάθε άλλη συναφής, προγενέστερη ή μεταγενέστερη, πράξη η παράλειψη.
Να καταδικασθεί ο αντίδικος στην καταβολή της δικαστική μας δαπάνης.

Τα σχόλια είναι κλειστά.